- μεταπούλημα
- τοτο να πουλάει κανείς εμπόρευμα που αγόρασε σε άλλον, το ξαναπούλημα: Το μεταπούλημα των εμπορευμάτων που είχε στο μαγαζί του δεν απέφερε σημαντικά κέρδη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.