μεταπούλημα

μεταπούλημα
το
το να πουλάει κανείς εμπόρευμα που αγόρασε σε άλλον, το ξαναπούλημα: Το μεταπούλημα των εμπορευμάτων που είχε στο μαγαζί του δεν απέφερε σημαντικά κέρδη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταπούλημα — και ματαπούλημα, το [μεταπουλώ] η μεταπώληση …   Dictionary of Greek

  • μεταπώληση — η 1. (γενικά) η ενέργεια τού μεταπωλώ, η εκ νέου πώληση, το μεταπούλημα («η μεταπώληση τού σπιτιού δεν μού απέφερε τίποτε») 2. (ειδικά) η αγορά εμπορευμάτων και η πώλησή τους σε άλλον με κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”